- αὐτόπυρος
- αὐτόπυροςof whole wheaten mealmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αυτόπυρος — αὐτόπυρος, ο (Α) κατασκευασμένος από ακοσκίνιστο σιταρένιο αλεύρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο + πυρος < πυρός «σιτάρι» (πρβλ. εύπυρος, πολύπυρος)] … Dictionary of Greek
αὐτοπύρου — αὐτόπυρος of whole wheaten meal masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτοπύρους — αὐτόπυρος of whole wheaten meal masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπυροι — αὐτόπυρος of whole wheaten meal masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αὐτόπυρον — αὐτόπυρος of whole wheaten meal masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PANIS Autopyrus — ex Graeco αὐτόπυρος, ex quo nihil neque pollinis neque furfuris excretum vel ademptum, quasi totum in se triticum non imminutum habens, apud Celsum l. 2. c. 17. Aliosque passim … Hofmann J. Lexicon universale
συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… … Dictionary of Greek
ψηροπυρίτας — Α (κατά τον Ησύχ.) «αὐτόπυρος ἄρτος οἱ δὲ πυριεφθής, οἱ δὲ κακός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηρός + πυρίτης (II) «σταρένιο ψωμί»] … Dictionary of Greek